- λυπεῖς
- λῡπεῖς , λυπέωgrievepres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'λύπεις — ἀ̱λύπεις , ἀλυπέω to be free from pain imperf ind act 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἀλύπεις , ἀλυπέω to be free from pain imperf ind act 2nd sg (attic epic) ἐλύ̱πεις , λυπέω grieve imperf ind act 2nd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… … Dictionary of Greek